- παραγωγικός
- 1) fructueux2) productif
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παραγωγικός, -ή, -ό — παραγωγικός, ή, ό, 1 . αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην παραγωγή: Τα παραγωγικά έργα στηρίζουν τη σωστά προγραμματισμένη εθνική οικονομία. 2. αυτός που παράγει πολλά, ο εύφορος, ο γόνιμος: Η Μακεδονία έχει παραγωγικά εδάφη. 3. (λογ.), αυτός που … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… … Dictionary of Greek
οιστικός — οἰστικός, ή, όν (Α) [οιστός] 1. αυτος που παράγει κάτι, παραγωγικός («οἰστικὸς καρπών», Φίλ.) 2. αυτός που είναι ικανός να υποφέρει, να υπομένει κάτι, ανεκτικός («πόνων οἰστικὴν ἐργασίαν», Κορνούτ.). επίρρ... οἰστικῶς (Α) 1. με οιστικό τρόπο 2.… … Dictionary of Greek
συνεταιρισμός — Ως γενικότερη έννοια, σ. είναι κάθε οργανωμένη σύμπραξη πολλών προσώπων που επιδιώκουν τον ίδιο, συγκεκριμένο σκοπό. Την ελευθερία της συγκρότησης τέτοιων ομάδων συνεργασίας για την επιδίωξη νόμιμων σκοπών εγγυούνται τα συντάγματα όλων των… … Dictionary of Greek
έμφορος — ἔμφορος, ον (AM) 1. μσν. επιρρεπής 2. αρχ. παραγωγικός, γόνιμος 2. αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο … Dictionary of Greek
έτερος — έρα, ο (ΑΜ ἕτερος, έρα, ον Α και δωρ. ἅτερος και αιολ. ἄτερος και ιων. οὕτερος και μτγν. θάτερος) 1. (αντ. επιμερ.) άλλος 2. διαφορετικός, αλλιώτικος 3. (με άρθρο) ο έτερος ο ένας από τους δύο («ο έτερος τών κατηγορουμένων») 4. φρ. α) «αφ ετέρου» … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
αποτελεσματικός — ή, ό (AM ἀποτελεσματικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική η αστρολογία 2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός ο αστρολόγος αρχ. 1. παραγωγικός, τελεσφόρος 2. αστρολογικός 3. αστρολ.… … Dictionary of Greek
απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… … Dictionary of Greek
αυξητικός — ή, ό (AM αὐξητικός, ή, όν) αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση αρχ. μσν. αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει αρχ. 1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο 2. παραγωγικός … Dictionary of Greek
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek